επαναδίδω

επαναδίδω
(αόρ. επανέδωκα) μετ.
1) снова давать; 2) возвращать, отдавать обратно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαναδίδω" в других словарях:

  • επαναδίδω — (Α ἐπαναδίδωμι) 1. δίνω πάλι, δίνω εκ νέου, ξαναδίνω 2. επιστρέφω κάτι, τό δίνω πίσω, τό γυρίζω πίσω σ’ αυτόν που μού τό έδωσε αρχ. αυξάνω περισσότερο, παρουσιάζω επίδοση ή αύξηση …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»